διεκδικήσει

διεκδικήσει
διεκδικέω
claim
aor subj act 3rd sg (epic)
διεκδικέω
claim
fut ind mid 2nd sg
διεκδικέω
claim
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • мьщениѥ — МЬЩЕНИ|Ѥ (13), ˫А с. Мщение, наказание; кара: азъ себе мьщениѥ приимѹ (τὴν ἐκδικησιν) ЖФСт XII, 114 об.; каинъ не вѣдыи мьщениѥ створи Парем 1271, 260; се же •в҃•е мщенье створи. ѥгоже не бѧше лѣпо створити. да бы Б҃ъ ѿместни(к) былъ. и взложити… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυωρός — Πρόσωπο το οποίο αναλάμβανε την επιτήρηση γυναίκας που εγκυμονούσε, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με καθήκον να επαγρυπνεί για την τύχη του εμβρύου και για την εξασφάλιση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο διορισμός του γινόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • προπονώ — προπονῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα 2. μέσ. προπονούμαι κάνω προπόνηση αρχ. 1. κοπιάζω προηγουμένως 2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον 3. μοχθώ για να… …   Dictionary of Greek

  • Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”